- κοινωφελῶς
- κοινωφελήςof common utilityadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek